Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012



Το Θαλάσσιο Τέρας της Σύρου



Στο νησί του Φερεκύδη, του Συριανού φιλόσοφου, υπάρχει μια παράδοση που θα θυμίσει σε όποιον την ακούσει κάποιες από τις παλιές εκείνες παράξενες ιστορίες του Ι. Βερν, που μίλαγαν για φοβερά πραγματικά θεριά της θάλασσας, για τέρατα που τρόμαζαν τους γενναιόκαρδους ναυτικούς, αυτούς που διάβαιναν τους σκοτεινούς ωκεανούς του συγγραφέα και μερικούς, κατάφερναν να τους βουτήξουν στα μανιασμένα νερά και να τους κάνουν μια χαψιά. Ο θρύλος αυτός λοιπόν μας μιλά για την απρόσμενη περιπέτεια ενός ψαρά από τον Γαλησσά (γνωστός οικισμός της Σύρου), τον Στέφανο, ο οποίος αρεσκόταν να καυχιέται για τα θαλασσινά του επιτεύγματα. Ο κόσμος βέβαια δύσκολα τον πίστευε και έσπαγε πλάκα μάλιστα καμιά φορά μαζί του, γιατί έλεγε πως έπιανε ψάρια πάντοτε τεράστια, απλώνοντας τα χέρια του κάθε φορά για να δείξει πόσο μεγάλα ήταν.

Ας μην πούμε όμως περισσότερα λόγια, παρά να διαβάσουμε αυτή την όμορφη ιστορία.

«Μία μέρα, ο κυρ Στέφανος, που ήταν με τους συντοπίτες του, άρχισε την αφήγησή του: Είχα πάει για ψάρεμα εκεί που σβήνει ο Χαρασσώνας και τα βράχια της ακρογιαλιάς σχηματίζουν μια μεγάλη σπηλιά μέσα στην οποία σταλάζει γλυκό νερό. Ήξερα πως εκεί φωλιάζουν μεγάλα ψάρια. Να κάτι ψαρούκλες. Και άνοιγε φαρδιά-πλατειά τα χέρια του για να δείξει πόσο μεγάλα ήταν. Είχα πάρει μαζί μου το πιο μεγάλο αγκίστρι και την πιο χοντρή τρίχα. Μάζεψα κάμποσα σαλιγκαράκια για δόλωμα και άρχισα να ψαρεύω. Τσιμπούσαν καλά. Κανένα όμως δεν πιανότανε. Που και που έλεγα μέσα μου: θα σε πιάσω εγώ. Και κοιτούσα, μπας και το δω στο αγκίστρι μου. Όλο και πήγαινα άκρια-άκρια για να δω καλύτερα. Σε μια στιγμή ένοιωσα σαν ένα χέρι ήθ
ελε να με σπρώξει από τη μέση. Θα τούλεγα κάνα διάολο μα ήξερα πως δεν ήταν κανείς κοντά μου. Το χέρι όμως όλο και έσφιγγε που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.
»Το ψάρι τσιμπούσε όλο και πιο δυνατά. Ξάφνου μού δώσε μια, και βρέθηκα στη θάλασσα. Πάτησα τότες την τρίχα και είδα πως το χέρι που με τραβούσε δεν ήταν ανθρώπου. Ήταν το πλοκάμι ενός χταποδιού τόσο δα μεγάλου. Και άπλωσε τα χέρια του για να δείξει πόσο μεγάλο ήταν. Κι ύστερα τι έκανες; τον ρώτησε κάποιος που ανυπομονούσε να μάθει τη συνέχεια. Το χταπόδι όλο και με τραβούσε κάτω. Τότες εγώ άρπαξα το σουγιά και τοίχισα μια ανάμεσα στα δυο μάτια που με κοιτούσανε χαζά. Το χταπόδι παράλυσε και με άφησε ήσυχο. Σας τα λέω σα νάνε παραμύθι. Ξέχασα μονάχα να σας πω πως την ώρα που το χταπόδι με τραβούσε, σκέφτηκα τον ’η Στέφανο που ακούω για εκείνον και τον παρακάλεσα να με σώσει. Φαίνεται πως άκουσε την προσευχή μου και με
’έσωσε. Τότες εγώ του υποσχέθηκα να του χτίσω μια εκκλησούλα μέσα στη μεγάλη σπηλιά του Χαρασσώνα. Τώρα πρέπει να κάνω το τάμα μου. Θέτε και σεις να με βοηθήσετε; Πες μας κυρ Στέφανε πότε θα βάλεις ομπρός.
»Όταν ήρθε η μέρα εκείνη, ο Στέφανος με την παρέα του πήγαν στη σπηλιά και άρχισαν τη δουλειά. Πάτωμα και ταβάνι δεν χρειαζόταν αφού ήταν η σπηλιά. Χτίστηκαν μόνο δυο ντουβάρια δεξιά και αριστερά και το εκκλησάκι του ’η Στέφανου ήταν έτοιμο. Σιγά σιγά ήρθε και η μέρα της εορτής του Αγίου. Ειδοποιήθηκε και πήγε ο παπάς του Γαλησσά για τη λειτουργία. Από τότες γίνεται κάθε χρόνο το πανηγύρι του. Την πρώτη φορά ο Στέφανος δεν άφησε κανένα να σερβίρει τη λειτουργιά. Ύστερα κερνούσε τη μαστίχα με το συριανό λουκούμι. Όλοι μαζεμένοι γύρω του ζητούσαν να
’ακούσουν ακόμη μια φορά την ιστορία του χταποδιού που πάντα είχε πιο μεγάλη επιτυχία από το κήρυγμα του παπά. “Βρε παιδιά, ήτανε ένα χταπόδι, μα τι χταπόδι. Ήτανε τόσο δα μεγάλο. Και άνοιγε τα δυο του χέρια για να δείξει πόσο μεγάλο ήταν.»